„κατακομματιάζω“: μεταβατικό ρήμα κατακομματιάζω [katakomaˈtjazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) zerrupfen zerrupfen κατακομματιάζω κατακομματιάζω