„κατακαίγομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα κατακαίγομαι [kataˈkjeɣome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) niederbrennen niederbrennen κατακαίγομαι κατακαίγομαι