κατακάθι
[kataˈkaθi]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Bodensatzαρσενικό | Maskulinum, männlich mκατακάθι ίζημακατακάθι ίζημα
- Kaffeesatzαρσενικό | Maskulinum, männlich mκατακάθι του καφέSatzαρσενικό | Maskulinum, männlich mκατακάθι του καφέκατακάθι του καφέ
- Abschaumαρσενικό | Maskulinum, männlich mκατακάθι άνθρωπος χαμηλού ηθικού επιπέδου μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφκατακάθι άνθρωπος χαμηλού ηθικού επιπέδου μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ