καταθλιπτικός
[kataθliptiˈkos], καταθλιπτική, καταθλιπτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- depressivκαταθλιπτικός άτομοκαταθλιπτικός άτομο
- deprimierend, bedrückendκαταθλιπτικός κατάστασηκαταθλιπτικός κατάσταση