καταδυτικός
[kataðitiˈkos], καταδυτική, καταδυτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- καταδυτικός εξοπλισμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich mTaucherausrüstungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- καταδυτικός κώδωναρσενικό | Maskulinum, männlich mTaucherglockeθηλυκό | Femininum, weiblich f