καταγωγή
[kataɣoˈji]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Abstammungθηλυκό | Femininum, weiblich fκαταγωγήκαταγωγή
- Herkunftθηλυκό | Femininum, weiblich fκαταγωγή κ. λέξηςκαταγωγή κ. λέξης