„κατέβασμα“: ουδέτερο κατέβασμα [kaˈtevazma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Downloaden Downloadenουδέτερο | Neutrum, sächlich n κατέβασμα κατέβασμα