„κατάφωτος“ κατάφωτος [kaˈtafotos], κατάφωτη, κατάφωτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) hell erleuchtet hell erleuchtet κατάφωτος κατάφωτος