κατάρα
[kaˈtara]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Verwünschungθηλυκό | Femininum, weiblich fκατάρακατάρα
- Fluchαρσενικό | Maskulinum, männlich mκατάρα βρισιάκατάρα βρισιά