„κατάξανθος“ κατάξανθος [kaˈtaksanθos], κατάξανθη, κατάξανθοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) flachsblond flachsblond κατάξανθος κατάξανθος