„κατάμεστος“ κατάμεστος [kaˈtamestos], κατάμεστη, κατάμεστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) überfüllt überfüllt κατάμεστος λεωφορείο, στάδιο κατάμεστος λεωφορείο, στάδιο