κατάλυση
[kaˈtalisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Einquartierungθηλυκό | Femininum, weiblich fκατάλυση στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατκατάλυση στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ