„κατάλοιπο“: ουδέτερο κατάλοιπο [kaˈtalipo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Restbestand Restbestandαρσενικό | Maskulinum, männlich m κατάλοιπο κατάλοιπο