„κατάκοιτος“ κατάκοιτος [kaˈtakjitos], κατάκοιτη, κατάκοιτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) bettlägerig bettlägerig κατάκοιτος κατάκοιτος