„κασετόφωνο“: ουδέτερο κασετόφωνο [kaseˈtofono]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Kassettenrekorder Kassettenrekorderαρσενικό | Maskulinum, männlich m κασετόφωνο κασετόφωνο