„καρούμπαλο“: ουδέτερο καρούμπαλο [kaˈrumbalo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Beule Beuleθηλυκό | Femininum, weiblich f καρούμπαλο στο κεφάλι καρούμπαλο στο κεφάλι