καρκινογόνος
[karkjinoˈɣonos], καρκινογόνος, καρκινογόνοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- krebserregend, krebsauslösendκαρκινογόνοςκαρκινογόνος
Thank you for your feedback!