„καρβέλι“: ουδέτερο καρβέλι [karˈveli]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Laib Brot, Brot Laibαρσενικό | Maskulinum, männlich m Brot, Brotουδέτερο | Neutrum, sächlich n καρβέλι καρβέλι