„καραβοκύρης“: αρσενικό καραβοκύρης [karavoˈkjiris]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schiffshalter Schiffshalterαρσενικό | Maskulinum, männlich m καραβοκύρης καραβοκύρης