καραβάνα
[karaˈvana]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Milchtopfαρσενικό | Maskulinum, männlich mκαραβάνα μικρή κατσαρόλακαραβάνα μικρή κατσαρόλα
- Kochgeschirrουδέτερο | Neutrum, sächlich nκαραβάνα στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατκαραβάνα στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ