„καπρίτσιο“: ουδέτερο καπρίτσιο [kaˈpritsjo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Laune Launeθηλυκό | Femininum, weiblich f καπρίτσιο καπρίτσιο