„καπνόφυλλο“: ουδέτερο καπνόφυλλο [kapˈnofilo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Tabakblatt Tabakblattουδέτερο | Neutrum, sächlich n καπνόφυλλο καπνόφυλλο