„καπνοδόχος“: θηλυκό καπνοδόχος [kapnoˈðoxos]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schornstein Schornsteinαρσενικό | Maskulinum, männlich m καπνοδόχος καπνοδόχος