καπνοδοχοκαθαριστής
[kapnoðoxokaθarisˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Schornsteinfegerαρσενικό | Maskulinum, männlich mκαπνοδοχοκαθαριστήςκαπνοδοχοκαθαριστής