καπνίζω
[kapˈnizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
καπνίζω
[kapˈnizo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/iOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- rauchenκαπνίζω είμαι καπνιστής, κερίκαπνίζω είμαι καπνιστής, κερί
- qualmenκαπνίζω αναδίδω καπνούςκαπνίζω αναδίδω καπνούς
examples
- καπνίζω μαριχουάνα