κανονιοβολισμός
[kanoɲovolizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Geschützfeuerουδέτερο | Neutrum, sächlich nκανονιοβολισμόςκανονιοβολισμός
Thank you for your feedback!