„κανονικότητα“: θηλυκό κανονικότητα [kanoniˈkotita]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Regelmäßigkeit Regelmäßigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f κανονικότητα κανονικότητα