„κανθαρέλλα“: θηλυκό κανθαρέλλα [kanθaˈrela]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Pfifferling Pfifferlingαρσενικό | Maskulinum, männlich m κανθαρέλλα κανθαρέλλα