„κανακάρης“: αρσενικό κανακάρης [kanaˈkaris]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Muttersöhnchen Muttersöhnchenουδέτερο | Neutrum, sächlich n κανακάρης κανακάρης