„καμπουρωτός“ καμπουρωτός [kamburoˈtos], καμπουρωτή, καμπουρωτόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) bucklig bucklig καμπουρωτός καμπουρωτός