„καμπαρντίνα“: θηλυκό καμπαρντίνα [kambarˈdina]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Trenchcoat Trenchcoatαρσενικό | Maskulinum, männlich m καμπαρντίνα καμπαρντίνα