„καμπανισμός“: αρσενικό καμπανισμός [kambanizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Glockenschlag Glockenschlagαρσενικό | Maskulinum, männlich m καμπανισμός καμπανισμός