„καμουφλάζ“: ουδέτερο καμουφλάζ [kamuˈflaz]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Tarnung Tarnungθηλυκό | Femininum, weiblich f καμουφλάζ καμουφλάζ