„καμηλοπάρδαλη“: θηλυκό καμηλοπάρδαλη [kamiloˈparðali]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Giraffe Giraffeθηλυκό | Femininum, weiblich f καμηλοπάρδαλη καμηλοπάρδαλη