„καλότυχος“: επίθετο, ως επίθετο καλότυχος [kaˈlotixos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, καλότυχη, καλότυχο Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) glücklich glücklich καλότυχος που έχει τύχη καλότυχος που έχει τύχη „καλότυχος“: αρσενικό και θηλυκό καλότυχος [kaˈlotixos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Glückskind Glückskindουδέτερο | Neutrum, sächlich n καλότυχος καλότυχος