„καλόμοιρος“ καλόμοιρος [kaˈlomiros], καλόμοιρη, καλόμοιροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) vom Schicksal begünstigt vom Schicksal begünstigt καλόμοιρος καλόμοιρος