„καλόκαρδος“ καλόκαρδος [kaˈlokarðos], καλόκαρδη, καλόκαρδοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) gutmütig, herzensgut gutmütig, herzensgut καλόκαρδος καλόκαρδος