„καλόγουστος“ καλόγουστος [kaˈloɣustos], καλόγουστη, καλόγουστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) geschmackvoll geschmackvoll καλόγουστος καλόγουστος