„καλτσοδέτα“: θηλυκό καλτσοδέτα [kaltsoˈðeta]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Strumpfband Strumpfbandουδέτερο | Neutrum, sächlich n καλτσοδέτα καλτσοδέτα