καλούπι
[kaˈlupi]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Schabloneθηλυκό | Femininum, weiblich fκαλούπικαλούπι
- (Guss-)Formθηλυκό | Femininum, weiblich fκαλούπι για ρευστή ύληκαλούπι για ρευστή ύλη