„καλοψημένος“ καλοψημένος [kalopsiˈmenos], καλοψημένη, καλοψημένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) durchgebraten, gar durchgebraten, gar καλοψημένος καλοψημένος