„καλοφαγία“: θηλυκό καλοφαγία [kalofaˈjia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schlemmerei Schlemmereiθηλυκό | Femininum, weiblich f καλοφαγία καλοφαγία