„καλοσύνη“: θηλυκό καλοσύνη [kaloˈsini]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Güte Güteθηλυκό | Femininum, weiblich f καλοσύνη καλοσύνη examples καλοσύνη σου/σας! sehr nett von dir/Ihnen! καλοσύνη σου/σας!