„καλοπιάσματα“: πληθυντικός ουδετέρου καλοπιάσματα [kaloˈpjazmata]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schmeichelei Schmeicheleiπληθυντικός | Plural pl καλοπιάσματα καλοπιάσματα