„καλοήθης“ καλοήθης [kaloˈiθis], καλοήθης, καλοήθεςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) gutartig gutartig καλοήθης ιατρική | Medizinιατρ όγκος καλοήθης ιατρική | Medizinιατρ όγκος