καλλιγραφία
[kaliɣraˈfia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Kalligrafieθηλυκό | Femininum, weiblich fκαλλιγραφίαSchönschriftθηλυκό | Femininum, weiblich fκαλλιγραφίακαλλιγραφία