„καλλιέπεια“: θηλυκό καλλιέπεια [kaliˈepja]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) gewählte Ausdrucksweise gewählte Ausdrucksweiseθηλυκό | Femininum, weiblich f καλλιέπεια καλλιέπεια