„καλλίγραμμος“ καλλίγραμμος [kaˈliɣramos], καλλίγραμμη, καλλίγραμμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) schnittig schnittig καλλίγραμμος καλλίγραμμος