„καλκάνι“: ουδέτερο καλκάνι [kalˈkani]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Steinbutt Steinbuttαρσενικό | Maskulinum, männlich m καλκάνι ζωολογία | Zoologieζωολ καλκάνι ζωολογία | Zoologieζωολ