καλαμάρι
[kalaˈmari]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Tintenfischαρσενικό | Maskulinum, männlich mκαλαμάρι ζωολογία | ZoologieζωολKalmarαρσενικό | Maskulinum, männlich mκαλαμάρι ζωολογία | Zoologieζωολκαλαμάρι ζωολογία | Zoologieζωολ